πρατήριον

πρατήριον
πρᾱτ-ήριον, [dialect] Ion. [pref] πρητ-, τό,
A place for selling, market, Hdt.7.23, Aen.Tact.10.14, PTeb.701 (a).7 (ii B. C.), Plu.2.972d, D.C.59.14 (un-Attic acc. to Moer.p.314 P.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρατήριον — πρᾱτήριον , πρατήριον place for selling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρητήριον — πρατήριον place for selling neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατήριο — το / πρατήριον, ΝΑ, ιων. τ. πρητήριον, Α [πρατήρ] νεοελλ. 1. κατάστημα όπου πωλούνται σε μικρές ποσότητες και λειανικώς προϊόντα ορισμένου είδους και προέλευσης (α. «πρατήριο ψωμιού» β. «πρατήριο βενζίνης») 2. κατάστημα διαθέσεως προϊόντων για… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՃԱՌԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0775 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c գ. ἁγορά, πρατήριον forum. Վաճառանոց, եւ վաճառատեղի. հրապարակ վաճառաց, շուկայ, եւ Կրպակ, խանութ. չարշը պազար, պազար եէրի. *Այժմիկ զտաճարսն ամենայն շուրջ վաճառարանաւն պարտ է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πρατηρίοις — πρᾱτηρίοις , πρατήριον place for selling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατηρίου — πρᾱτηρίου , πρατήριον place for selling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατηρίων — πρᾱτηρίων , πρατήριον place for selling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατηρίῳ — πρᾱτηρίῳ , πρατήριον place for selling neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατήρια — πρᾱτήρια , πρατήριον place for selling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”